«ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΣΑΝ ΑΙΛΟΥΡΟΙ ΠΕΤΑΧΤΗΚΑΝ ΕΞΩ
ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
ΤΟΝ ΕΧΩΣΑΝ ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΚΑΘΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΤΟΝ ΕΙΧΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ»
Οι φίλοι: «δυο Κορυδαλλιώτες… που δεν τους ξαναείδα ποτέ και δεν θυμάμαι καν τα ονόματά τους»· το αυτοκίνητο: «μια αστραφτερή κόκκινη Lancia Βeta Coupe, αγορασμένη από τα έσοδα του πρώτου μου βιβλίου»· τα χέρια: της Ελισάβετ Βακαλίδου, γνωστότερης την εποχή εκείνη ως “τραβεστί Μπέττυ”· το ύφος: της Μπέττυς, συγγραφέως δύο μπεστ σέλερ με θέμα τη ζωή τη δική της και άλλων τραβεστί ( Μπέττυ, 1980 και Πόσο πάει, 1981)· το θύμα: «η Γωγώ, ή Γιωργία, ή Λένα, ή Νίνα… ο “περίφημος” συγγραφέας Κώστας Ταχτσής… με ξανθιά περούκα». Τόπος και χρόνος: η Αθήνα, Ιούλης 1981.

Πρόκειται, βεβαίως, για την περίφημη ιστορία της «απαγωγής του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή», την οποία η Μπέττυ αφηγείται με λεπτομέρειες σε ένα καινούργιο κείμενο που έχει προστεθεί στο επίμετρο της νέας έκδοσης του βιβλίου της Πόσο πάει .

Η ιστορία γνωστή και από πολλά κείμενα του Ταχτσή (καλύτερα στην περίφημη «Επιστολή στον Άλεκ Σχινά», στο Από την χαμηλή σκοπιά ), αλλά και από τις εφημερίδες εκείνης της εποχής. Αφού τον απαγάγουν, η Μπέττυ και οι φίλοι της θα του σκίσουν την περούκα, θα κλέψουν, θα ξυλοκοπήσουν και θα παρατήσουν τον Ταχτσή ημίγυμνο στην παραλιακή. Το γεγονός θα διαδοθεί αστραπιαία ως κουτσομπολιό που θα συντηρηθεί στην αθηναϊκή κοινωνία για μήνες. Είναι, άλλωστε, από αυτά που δεν έπαυε να αφηγείται ο Ταχτσής όταν ένιωθε, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, «σε πολιορκία»κατηγορώντας μονομανώς τη «μαφία των τραβεστί» για ό,τι του συνέβαινε. Αυτός ο ίδιος που, μέχρι τη δολοφονία του το 1988, δεν σταμάτησε να εκδίδεται ως τραβεστί (χρησιμοποιώντας συχνά το όνομα Νίνα, όπως και η αφηγήτρια στο μυθιστόρημά του Το Τρίτο Στεφάνι ).

Στην καινούργια της αφήγηση η Μπέττυ δεν προσθέτει και τίποτα καινούργιο- είχε άλλωστε από τότε συντηρήσει το σούσουρο δηλώνοντας στις εφημερίδες την ενοχή της, αν και στο δικαστήριο αργότερα ισχυρίστηκε ότι ήταν αθώα και απαλλάχθηκε λόγω αμφιβολιών. Σήμερα, οπότε και κάθε αδίκημα έχει παραγραφεί, εξηγεί και πώς οργάνωσε τους ψευδομάρτυρες στη δίκη εκείνη, και προσθέτει τη δικαιολογία: «κατάφερα να βγάλω τη γλώσσα στη Δικαιοσύνη».

Το νέο αυτό επίμετρο απλώς ταρακουνάει λίγο περισσότερο τον αναγνώστη και τον πείθει ότι ο μόνος τρόπος να διαβάσει ολόκληρο το Πόσο Πάει είναι ως ντοκουμέντο των ελληνικών 80ς, της περιόδου όπου η εικόνα της τραβεστί (και του ομοφυλόφιλου συγγραφέα) που εξομολογείται αλλά και ξεμαλλιάζεται, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και το ενδιαφέρον για έναν καινούργιο λόγο σε σχέση με τη σεξουαλικότητα, και το πώς ο λόγος αυτός μεταμορφώνεται σε λαϊκό ανάγνωσμα, και πώς εντέλει στομώνει η αρχική ριζοσπαστική του δυναμική.

Με άλλα λόγια: Ο προοδευτικός λόγος χαιρέτισε το ομοφυλοφιλικό κίνημα τη δεκαετία του ΄70 σπεύδοντας να διαβάσει σ΄ αυτό την ειλικρίνεια του εξεγερμένου υποκειμένου, την εξομολόγηση του βαθύτερου σεξουαλικού εαυτού και τη γοητεία του περιθωρίου. Η δεκαετία του ΄80 φέρνει όμως μαζί και την αδυναμία της προοδευτικής πολιτικής να ενσωματώσει αυτή την ανάγνωση. Αντίθετα, η πολιτική και το μεγάλο κοινό φαίνεται να προτιμούν να βλέπουν αντί για εξέγερση υστερία, αντί για εξομολόγηση ερεθιστικές λεπτομέρειες, αντί για δημιουργικό περιθώριο ξεμαλλιασμένες φιγούρες. Η φιγούρα της τραβεστί έρχεται τόσο πολύ στο κέντρο του ενδιαφέροντος εκείνη την εποχή (1980 και εξής), ακριβώς γιατί μπορεί να διαβαστεί και έτσι κι αλλιώς και προοδευτικά και πολύ συντηρητικά. Η Μπέττυ και τα κείμενά της, και μαζί και η απαγωγή, αργότερα και η ανεξιχνίαστη δολοφονία, του Κώστα Ταχτσή με περούκα, και να μην υπήρχαν, θα έπρεπε να έχουν εφευρεθεί.

Μπέττυ Βακαλίδου

ΠΟΣΟ ΠΑΕΙ… Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ

ΕΚΔ. ΠΟΛΥΧΡΩΜΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ 2009, ΣΕΛ.

240, ΤΙΜΗ: 14 ΕΥΡΩ